- δαμασκηνάτος
- -η, -ο1. αυτός που μοιάζει με δαμάσκηνο: Ελιά δαμασκηνάτη.2. μαγειρεμένος με δαμάσκηνα: Χοιρινό δαμασκηνάτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δαμασκηνάτος — η, ο 1. ό,τι μοιάζει με δαμάσκηνο («ελιές δαμασκηνάτες») 2. (για φαγητά) ο παρασκευασμένος με δαμάσκηνα 3. το ουδ. ως ουσ. δαμασκηνάτο αποξηραμένος πολτός δαμάσκηνων … Dictionary of Greek